- αλατίνιστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της λατινικής γλώσσας: Είχε παραδώσει ένα γραπτό εντελώς αλατίνιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατίνιστος — η, ο [λατινίζω] 1. αυτός που δεν συντάχθηκε σύμφωνα με τους κανόνες τής λατινικής γλώσσας 2. ο μη κάτοχος τής λατινικής γλώσσας … Dictionary of Greek